(απο)ξηραντήριο(ν)

(απο)ξηραντήριο(ν)
το сушилка (для фруктов)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "(απο)ξηραντήριο(ν)" в других словарях:

  • ξηραντήριος — α, ο 1. ξηραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ξηραντήριο τεχνολ. εγκατάσταση ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την ξήρανση διαφόρων υλικών, καθώς και ο χώρος τών εγκαταστάσεων αυτών (α. «ξηραντήριο ξυλείας» β. «ξηραντήριο αγροτικών προϊόντων» γ.… …   Dictionary of Greek

  • ζυμαρικά — Παρασκευάσματα από σιμιγδάλι, σκληρά σιτηρά και νερό, τα οποία κόβονται σε διάφορα σχήματα και συνήθως ξεραίνονται προτού μαγειρευτούν σε βραστό νερό. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι και οι Κινέζοι τους έδιναν σχήμα μακριών και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»